- ποντικοπαγίδα
- η, Νπαγίδα για σύλληψη ποντικών, φάκα, ξυλόγατα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποντικοπαγίδα — η παγίδα για ποντίκια, αλλ. φάκα, καπάντζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δόκανο — Παγίδα για τη σύλληψη άγριων ζώων ή πουλιών. Αποτελείται από δύο τοξοειδή ελάσματα, που συγκρατούνται με ένα σύστημα ελατηρίων στην κατάλληλη θέση για την παγίδευση του θηράματος. Όταν το θήραμα πιέσει τα ελατήρια, το σύστημα που συγκρατεί τα δύο … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
μυάγρα — η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη) παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα νεοελλ. ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω αρχ. 1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος 2. (κατά… … Dictionary of Greek
μυοθήρας — ο (ΑΜ μυοθήρας) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῑς οἰκίαις μυοθήρας ὄφις», Ευστ.) νεοελλ. φρ. «μυοθήρας κύων» ζωολ. είδος λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα τρωκτικά αρχ. η μυάγρα, η ποντικοπαγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μυοπαγίδα — η παγίδα για σύλληψη ποντικών, μυάγρα, ποντικοπαγίδα, φάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + παγίδα. Η λ., στον λόγιο τ. μυοπαγίς, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μυσφόνον — μυσφόνον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ τὸ τοῑς μυσὶ φόνον ἐπιφέρειν», ποντικοπαγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + φόνος] … Dictionary of Greek
ξυλόγατα — η ξύλινη παγίδα για ποντικούς, δόκανο, φάκα, ποντικοπαγίδα … Dictionary of Greek
φάκα — η, Ν 1. ποντικοπαγίδα 2. φρ. «πιάστηκε στην φάκα» συνελήφθη επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. είναι δάνεια από το τουρκ. fak, ενώ η σύνδεση της με τη λ. φακός δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek
Κρίστι, Αγκάθα — (Dame Agatha Mary Clarissa Christie, Τόρκι, Ντέβον 1890 – Γουόλινγκφορντ, Οξφόρδη 1976). Αγγλίδα συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων. Στο πρώτο της μυθιστόρημα, Η μυστηριώδης υπόθεση στο Στάιλς (1920), παρουσιάστηκε για… … Dictionary of Greek